διαστίζω — (AM διαστίζω) [στίζω] 1. χωρίζω λέξη ή φράση με τα σημεία στίξεως 2. γεμίζω με στίγματα κάτι ή κάποιον, διακοσμώ με στίγματα μσν. στιγματίζω, καυτηριάζω αρχ. μσν. διακρίνω, διαστέλλω, χωρίζω … Dictionary of Greek
διαστίζω — διέστιξα, διαστίχτηκα, διαστιγμένος 1. βάζω στίγματα: Πολλοί λαοί διαστίζουν το σώμα τους για καλλωπισμό. 2. βάζω σημεία στίξης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαστίζει — διαστίζω distinguish by a mark pres ind mp 2nd sg διαστίζω distinguish by a mark pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίζουσιν — διαστίζω distinguish by a mark pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαστίζω distinguish by a mark pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίξαι — διαστίζω distinguish by a mark aor inf act διαστίξαῑ , διαστίζω distinguish by a mark aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίζουσα — διαστίζω distinguish by a mark pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίζων — διαστίζω distinguish by a mark pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίξαντες — διαστίζω distinguish by a mark aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίξονται — διαστίζω distinguish by a mark fut ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστίξῃς — διαστίζω distinguish by a mark aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάστιξον — διαστίζω distinguish by a mark aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)